σκευάσματος

σκευάσματος
σκεύασμα
preparation
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ελμιθόλη — και ελμιτόλη, η εμπορική ονομασία φαρμακευτικού σκευάσματος που περιέχει ένωση κιτρικού οξέος και ουροτροπίνης (χρησιμοποιήθηκε κατά τού αρθριτισμού) …   Dictionary of Greek

  • εμπυροφόρμιο — το ονομασία φαρμακευτικού σκευάσματος από πίσσα και φορμόλη, το οποίο χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν για διάφορες δερματικές παθήσεις …   Dictionary of Greek

  • ενεσόλη — η εμπορική ονομασία φαρμακευτικού σκευάσματος που αποτελείται από σαλικυλαρσενικό υδράργυρο …   Dictionary of Greek

  • καλλυντικός — ή, ό 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να ομορφαίνει, να εξωραΐζει το πρόσωπο ή το σώμα 2. το ουδ. ως ουσ. το καλλυντικό είδος σκευάσματος που χρησιμοποιείται για τη διατήρηση τής ομορφιάς τού προσώπου ή τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλυντής. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • κρεολίνη — Μείγμα που παρασκευάζεται κατά τη θέρμανση του σάπωνος της ρητίνης με σχετική ποσότητα ακατέργαστης κρεσόλης, προερχόμενης από την απόσταξη της λιθανθρακόπισσας. Η κ. είναι ερυθροφαιό υγρό με ερεθιστική γεύση και χαρακτηριστική οσμή, που θυμίζει… …   Dictionary of Greek

  • νυστατίνη — η (φαρμ.) εμπορική ονομασία φαρμακευτικού σκευάσματος, αντιμυκητικού αντιβιοτικού που χρησιμοποιείται κατά τών κανδιδώσεων τού στόματος, τού κόλπου, τού γαστρεντερικού σωλήνα και τού δέρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • οξύμελι — το (Α ὀξύμελι) ποτό από ξίδι και μέλι νεοελλ. ιατρ. είδος παλαιότερου εμπειρικού ιατρικού σκευάσματος, σιροπιού από ξίδι και μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + μέλι. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. oxymel] …   Dictionary of Greek

  • περιχόλη — η, Ν (φαρμ.) παλαιότερη ονομασία φαρμακευτικού σκευάσματος κατάλληλου για την αντιμετώπιση τής στηθάγχης …   Dictionary of Greek

  • σέννα — και σένα και σέννη, η, Ν 1. το φυτό κασσία 2. εμπορική ονομασία τών φύλλων και καρπών μερικών ειδών τού φυτού αυτού, καθώς και τού φαρμακευτικού σκευάσματος που λαμβάνεται από τα φύλλα και τούς καρπούς του και χρησιμοποιείται ως καθαρτικό 3.… …   Dictionary of Greek

  • ψυχοτρόπα φάρμακα — Χημικές ουσίες που έχουν την ιδιότητα να επηρεάζουν τις ψυχικές διεργασίες του ανθρώπου και τη συμπεριφορά των ζώων. Πρακτικά πρόκειται για μια μεγάλη κατηγορία ουσιών, με εξαιρετικά ποικίλη χημική δομή, που έχουν την κοινή ιδιότητα πρόσκαιρης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”